Η περίπτωση δάνειου σε ελβετικό φράγκο και η δυνατότητα αποζημίωσης του δανειολήπτη
Κατά την περίοδο 2006 2008, ορισμένες Τράπεζες διαφήμιζαν και προωθούσαν ένα νέο δελεαστικό τραπεζικό προϊόν: στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό νόμισμα. Το δέλεαρ για τον μέσο καταναλωτή: χαμηλό επιτόκιο 2-2,5%, όταν αντίστοιχα τα στεγαστικά δάνεια σε ευρώ τοκίζονταν με 4-4,5%. Κριτήριο δηλαδή το κατά πολύ χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο αναφοράς Libor σε σχέση με το υψηλότερο Euribor. Περαιτέρω, οι Τράπεζες ισχυρίζονταν εκείνη την εποχή, ότι υπήρχε μειωμένη διακινδύνευση, λόγω της σταθερής ισοτιμίας και με βάση των μέχρι τότε δεδομένων τους. Φυσικά για τον μέσο δανειολήπτη, το γεγονός και μόνον της χαμηλής δόσης σε συνδυασμό με την πίστη στις διαβεβαιώσεις του τραπεζικού συστήματος, που εξάλλου αυτή η πίστη αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο του, ήταν αρκετή ώστε να επιλέξει ένα στεγαστικό δάνειο για την αγορά ή επισκευή του σπιτιού του σε ελβετικό φράγκο, επιδιώκοντας να μην χάσει αυτήν την ευκαιρία, όπως του παρουσιαζόταν.
Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση που εμφανίστηκε το 2008 με τις επιπτώσεις της και στην ευρωπαϊκή οικονομία και δη στις χώρες της Ευρωζώνης, επέφερε πανικό στους καταθέτες, με αποτέλεσμα να ανατρέξουν στις ελβετικές τράπεζες μεταξύ των άλλων και έτσι να ενισχύσουν το ελβετικό φράγκο το οποίο πλέον ανατιμήθηκε έναντι του ευρώ. Για παράδειγμα, το 2006 η ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου ήταν 1,60, ενώ στα τέλη του 2008 διολίσθησε στο 1,20. Ξαφνικά όμως οι δανειολήπτες άρχισαν να παραλαμβάνουν τα νέα ενημερωτικά σημειώματα με τις δόσεις τους αυξημένες έως και 50%! Σημειωτέον ότι το ΔΝΤ το 2006 είχε υποδείξει ότι επρόκειτο να υποτιμηθεί το ευρώ σημαντικά, φυσικά πληροφορία την οποία δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ένας μέσος δανειολήπτης σε αντίθεση με το τραπεζικό ίδρυμα που του χορήγησε το δάνειο και τον διαβεβαίωσε περί σταθερότητας της ισοτιμίας των δυο νομισμάτων.
Αυτά τα δάνεια είχαν δοθεί σε χιλιάδες εκατοντάδες δανειολήπτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, στην Ελλάδα δε σήμερα οι δανειολήπτες δεν ξεπερνούν τις 70.000. Σε ορισμένες χώρες ελήφθησαν σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις υπέρ των δανειοληπτών, όπως στην Ουγγαρία και στην Κροατία, παρά τις αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σημαντική εξάλλου υπήρξε η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) (υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Ztr, 30-4-2014), όπου κατέφυγε ένα ζεύγος Ούγγρων δανειοληπτών ζητώντας η αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου τους που είχαν λάβει σε ελβετικό φράγκο να γίνεται με πλέον με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι την παρούσα ισοτιμία. Επικαλέστηκαν έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο καθώς και καταχρηστικό και άρα άκυρο τον όρο στην δανειακή τους σύμβαση, με τον οποίον προβλεπόταν η εφαρμογή συναλλαγματικής ισοτιμίας διαφορετικής από αυτής που εφαρμόστηκε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.
Στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, βασίστηκε και η υπ΄ αριθμ. 23/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η οποία έκρινε καταχρηστικό και άκυρο όρο της δανειακής σύμβασης που υποχρέωνε τον δανειολήπτη να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, αφού με βάσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δανειολήπτη (μόρφωση, ηλικία, επάγγελμα) δεν μπορούσε να εκτιμήσει και να προβλέψει τις επερχόμενες νομισματικές μεταβολές και τις συνέπειες αυτών. Στην επίμαχη δανειακή σύμβαση που είχε συνάψει ένας συνταξιούχος-δανειολήπτης περιλαμβανόταν ο υπ' αρ. 7ος όρος σύμφωνα με τον οποίο «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής».
Ο εν λόγω όρος κρίθηκε ασαφής και αόριστος και κατ' επέκταση καταχρηστικός από το Δικαστήριο, με τον δανειολήπτη μάλιστα να ισχυρίζεται πως δεν είχε ενημερωθεί για τον σοβαρό κίνδυνο που διατρέχει από ένα ενδεχόμενο μεγάλης αλλαγής της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ τόσο για τις δόσεις, όσο και για το κεφάλαιο και ζήτησε να κηρυχθεί άγονος ο επίμαχος όρος, γιατί δεν ήταν σε γνώση του.
Προς αυτήν την κατεύθυνση το Δικαστήριο έκρινε πως η οφειλή του δανειολήπτη πρέπει να υπολογιστεί βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων την περίοδο που εκταμιεύτηκαν τα χρήματα του δανείου.
Το πρόβλημα λοιπόν με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι ότι αυτού του είδους τα δάνεια αποτελούν επενδυτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου. Αυτά τα δάνεια συνδέονται απευθείας με την αγορά (FOREX) βάση της οποίας καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Αυτές όμως τις γνώσεις, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει αντιστάθμιση του κινδύνου συναλλάγματος, δεν θα μπορούσε να κατέχει ο μέσος δανειολήπτης, εκτός όσων διέθεταν λόγω επαγγέλματος ή μόρφωσης αντίστοιχες γνώσεις.
Ακόμη και αν ισχυρισθεί το τραπεζικό ίδρυμα ότι τις γνώσεις αυτές θα μπορούσε να τις προσφέρει ο υπάλληλός της που χορήγησε το δάνειο, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ.1 του Ν. 3371/2005, ο εν λόγω υπάλληλος θα πρέπει να διαθέτει πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας από την Τράπεζα της Ελλάδος τύπου Β1, δηλαδή για παροχή επενδυτικών συμβουλών σε κινητές αξίες.
Συνεπώς ο μέσος δανειολήπτης δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί τον κίνδυνο και το ρίσκο που αναλάμβανε, αφού δεν του είχαν παρασχεθεί από τα τραπεζικά ιδρύματα σαφείς και πλήρεις επεξηγήσεις του μηχανισμού μετατροπής συναλλάγματος, οι οποίες σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στην δανειακή σύμβαση, αντιθέτως μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις τον διαβεβαίωναν για την σταθερότητα της ισοτιμίας των δυο νομισμάτων, παρουσιάζοντας το εν λόγω «τραπεζικό προϊόν» ως μεγάλη και συμφέρουσα ευκαιρία. Σήμερα με την ισοτιμία να έχει κατρακυλήσει στο 1,25, λόγω και της πτώσης του ευρώ, ο δανειολήπτης έχει βρεθεί εγκλωβισμένος σε μια σύμβαση που συνεχώς επιδεινώνει την οικονομική του δυνατότητα, σε μια εποχή 6ετούς ύφεσης της οικονομίας με τις γνωστές οικονομικές συνθήκες σήμερα, την αύξηση της φορολογίας και των εν γένει υποχρεώσεών του προς το Κράτος, την μείωση των εισοδημάτων ενδεχομένως και ανεργίας, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με μια τεράστια μηνιαία δόση που δεν είχε υπολογίσει αρχικώς κατά την χορήγηση του δανείου και με τον κίνδυνο της εκδόσεως διαταγής πληρωμής στην περίπτωση που καταστεί ληξιπρόθεσμό και καταγγελθέν το δάνειο. Ο κίνδυνος σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι θα απαιτηθεί το άληκτο κεφάλαιο, κατά πολύ περισσότερο από αυτό που δανείστηκε ο δανειολήπτης μαζί με τον προβλεπόμενο τόκο υπερημερίας κλπ.
Με βάση τα παραπάνω, ο δανειολήπτης μπορεί να καταθέσει αγωγή σε βάρος του τραπεζικού ιδρύματος που του χορήγησε το δάνειο σε ελβετικό νόμισμα, εκθέτοντας αν έλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση από τον υπάλληλο της Τράπεζας για την χορήγηση του δανείου, αν η πληροφόρηση ήταν επαρκής και εξειδικευμένη, αν είχε ενημερωθεί για τις επιπτώσεις στην μηνιαία δόση και στην εξόφληση του δανείου, τις επιπτώσεις στην περίπτωση μεταβολής του επιτοκίου και της ισοτιμίας των δυο νομισμάτων, κατά ποσό αυτή η μεταβολή ήταν πιθανή και σε ποιόν βαθμό, ποία προστασία του έναντι αυτής της μεταβολής, αν η σχετική δανειακή σύμβαση εξέθετε με τρόπο διαφανή τον λόγο και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος και τέλος αν ο τραπεζικός υπάλληλος διέθετε πιστοποιητικό τύπου Β1 κατά την σύναψη της σύμβασης.
Σκοπός της αγωγής θα είναι να ορίσει το δικαστήριο την αποπληρωμή του δανείου βάσει της ισοτιμίας των δυο νομισμάτων κατά την εκταμίευση του και επιπλέον να αποζημιωθεί ο δανειολήπτης για την υπαιτιότητα της Τράπεζας.